Τιμοκλέους

Τιμοκλέους
Τιμοκλέης
masc gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διονυσιάζομαι — (Α διονυσιάζω) νεοελλ. κατέχομαι από διονυσιασμό, βακχεύω αρχ. 1. εορτάζω τα Διονύσια 2. περνώ τη ζωή διονυσιακά, με ξεφαντώματα, άσωτα 3. (μτχ.) Διονυσιάζουσαι τίτλος έργου τού Τιμοκλέους …   Dictionary of Greek

  • φιλοδικαστής — ὁ, ΜΑ (ως τίτλος έργου τού Τιμοκλέους) αυτός που τού αρέσει να απονέμει δικαιοσύνη, να έχει το αξίωμα τού δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δικαστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”